- περισφάλλω
- Α1. κάνω κάποιον να σκοντάψει, να γλιστρήσει και να ανατραπεί2. παθ. περισφάλλομαιχάνω την ευστάθεια και σταθερότητά μου, κλονίζομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περίσφαλσις — άλσεως, ἡ, Α [περισφάλλω] 1. σκόνταμμα, πέσιμο 2. ανατροπή, αναποδογύρισμα … Dictionary of Greek
περισφαλής — ές, Α [περισφάλλω] 1. ο πάρα πολύ ολισθηρός 2. ασταθής, μη στερεός, επισφαλής 3. μτφ. (για την τύχη) αυτός που ξεγλιστρά, που διαφεύγει. επίρρ... περισφαλῶς με τρόπο περισφαλή … Dictionary of Greek